Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανάρπαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανάρπαστ
ος
η
ανάρπαστ
η
το
ανάρπαστ
ο
γενική
του
ανάρπαστ
ου
της
ανάρπαστ
ης
του
ανάρπαστ
ου
αιτιατική
τον
ανάρπαστ
ο
την
ανάρπαστ
η
το
ανάρπαστ
ο
κλητική
ανάρπαστ
ε
ανάρπαστ
η
ανάρπαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανάρπαστ
οι
οι
ανάρπαστ
ες
τα
ανάρπαστ
α
γενική
των
ανάρπαστ
ων
των
ανάρπαστ
ων
των
ανάρπαστ
ων
αιτιατική
τους
ανάρπαστ
ους
τις
ανάρπαστ
ες
τα
ανάρπαστ
α
κλητική
ανάρπαστ
οι
ανάρπαστ
ες
ανάρπαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανάρπαστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ανάρπαστος, -η, -ο
(
για εμπόρευμα
) που έχει μεγάλη
αξία
στα μάτια των
αγοραστών
με αποτέλεσμα να
πουλιέται
αμέσως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανάρπαστος
γαλλικά
:
prisé
(fr)
πολωνικά
:
chodliwy
(pl)