κτάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτάομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tk-éh₂- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek- (αποκτώ)
Ρήμα
επεξεργασίακτάομαι / κτῶμαι
- αποκτώ
- (για συνέπειες) επιφέρω
- (με πρόσωπο ως αντικείμενο) κάνω (κάποιον κάτι)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 5.17
- Καρδούχους ... πολεμίους ἐκτησάμεθα
- κάναμε τους Καρδούχους εχθρούς μας
- Καρδούχους ... πολεμίους ἐκτησάμεθα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 5.17
- έχω, κατέχω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κτάομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.