κτάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κτάομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *tk-e-tróm < *tek- (αποκτώ)
ΡήμαΕπεξεργασία
κτάομαι
- αποκτώ
- (για συνέπειες) επιφέρω
- (με πρόσωπο ως αντικείμενο) κάνω (κάποιον κάτι)
- Καρδούχους ... πολεμίους ἐκτησάμεθα
- κάναμε τους Καρδούχους εχθρούς μας (Ξενοφών Κύρου Ανάβασις, Ε,5.17)
- Καρδούχους ... πολεμίους ἐκτησάμεθα
- έχω, κατέχω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883