Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπόλλῡμι
ἀπολλύω
ἀπολλύοιμι
-
σύ
ἀπόλλῡς
ἀπολλύῃς
ἀπολλύοις
ἀπόλλῡ
οὗτος
ἀπόλλῡσι(ν)
ἀπολλύῃ
ἀπολλύοι
ἀπολλύτω
ἡμεῖς
ἀπόλλυμεν
ἀπολλύωμεν
ἀπολλύοιμεν
-
ὑμεῖς
ἀπόλλυτε
ἀπολλύητε
ἀπολλύοιτε
ἀπόλλυτε
οὗτοι
ἀπολλύασι(ν)
ἀπολλύωσι(ν)
ἀπολλύοιεν
ἀπολλύντων / ἀπολλύτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀπολλύναι
ἀπολλύς
ἀπολλῦσα
ἀπολλύν
ἀπολλύω λείπει η προσωδία ρήματος
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπώλλῡν
-
-
-
σύ
ἀπώλλῡς
-
-
-
οὖτος
ἀπώλλῡ
-
-
-
ἡμεῖς
ἀπώλλυμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἀπώλλυτε
-
-
-
οὗτοι
ἀπώλλυσαν
-
-
-
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπώλλυον
-
-
-
σύ
ἀπώλλυες
-
-
-
οὖτος
ἀπώλλυε
-
-
-
ἡμεῖς
ἀπωλλύομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἀπωλλύετε
-
-
-
οὗτοι
ἀπώλλυον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπολύσω
-
ἀπολύσοιμι
-
σύ
ἀπολύσεις
-
ἀπολύσοις
-
οὗτος
ἀπολύσει
-
ἀπολύσοι
-
ἡμεῖς
ἀπολύσομεν
-
ἀπολύσοιμεν
-
ὑμεῖς
ἀπολύσετε
-
ἀπολύσοιτε
-
οὗτοι
ἀπολύσουσι(ν)
-
ἀπολύσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀπολύσειν
ἀπολύσων
ἀπολύσουσα
ἀπολύσον
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπολῶ
-
ἀπολοῖμι / ἀπολοίην
-
σύ
ἀπολεῖς
-
ἀπολοῖς / ἀπολοίης
-
οὖτος
ἀπολεῖ
-
ἀπολοῖ / ἀπολοίη
-
ἡμεῖς
ἀπολοῦμεν
-
ἀπολοῖμεν
-
ὑμεῖς
ἀπολεῖτε
-
ἀπολοῖτε
-
οὗτοι
ἀπολοῦσι(ν)
-
ἀπολοῖεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀπολεῖν
ἀπολῶν
ἀπολοῦσα
ἀπολοῦν
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπώλεσα
ἀπολέσω
ἀπολέσαιμι
-
σύ
ἀπώλεσας
ἀπολέσῃς
ἀπολέσαις / ἀπολέσειας
ἀπόλεσον
οὗτος
ἀπώλεσε
ἀπολέσῃ
ἀπολέσαι / ἀπολέσειεν
ἀπολεσάτω
ἡμεῖς
ἀπωλέσαμεν
ἀπολέσωμεν
ἀπολέσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἀπωλέσατε
ἀπολέσητε
ἀπολέσαιτε
ἀπολέσατε
οὗτοι
ἀπώλεσαν
ἀπολέσωσι(ν)
ἀπολέσαιεν / ἀπολέσειαν
ἀπολεσάντων / ἀπολεσάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀπολέσαι
ἀπολέσας
ἀπολέσασα
ἀπολέσαν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπολώλεκα
ἀπολωλέκω / ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός ὦ
ἀπολωλέκοιμι / ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός εἴην
-
σύ
ἀπολώλεκας
ἀπολωλέκῃς / ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός ᾖς
ἀπολωλέκοις / ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός εἴης
ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός ἴσθι
οὗτος
ἀπολώλεκε
ἀπολωλέκῃ / ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός ᾖ
ἀπολωλέκοι / ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός εἴη
ἀπολωλεκώς , ἀπολωλεκυῖα , ἀπολωλεκός ἔστω
ἡμεῖς
ἀπολωλέκαμεν
ἀπολωλέκωμεν / ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα ὦμεν
ἀπολωλέκοιμεν / ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
ἀπολωλέκατε
ἀπολωλέκητε / ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα ἦτε
ἀπολωλέκοιτε / ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα εἴητε/εἶτε
ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα ἔστε
οὗτοι
ἀπολωλέκασι(ν)
ἀπολωλέκωσι(ν) / ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα ὦσι(ν)
ἀπολωλέκοιεν / ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα εἴησαν/εἶεν
ἀπολωλεκότες , ἀπολωλεκυῖαι , ἀπολωλεκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀπολωλεκέναι
ἀπολωλεκώς
ἀπολωλεκυῖα
ἀπολωλεκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀπολωλέκειν
-
-
-
σύ
ἀπολωλέκεις
-
-
-
οὖτος
ἀπολωλέκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἀπολωλέκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἀπολωλέκετε
-
-
-
οὗτοι
ἀπολωλέκεσαν
-
-
-