κτέανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτέανον < από τον ιωνικό τύπο κτέομαι ( > αττικός τύπος κτάομαι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτέανον ουδέτερο
- κτήμα και συνεκδοχικά πλούτος, περιουσία
Πηγές
επεξεργασία- κτέανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτέανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.