↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προαίρεσῐς αἱ προαιρέσεις
      γενική τῆς προαιρέσεως τῶν προαιρέσεων
      δοτική τῇ προαιρέσει ταῖς προαιρέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προαίρεσῐν τὰς προαιρέσεις
     κλητική ! προαίρεσῐ προαιρέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προαιρέσει
γεν-δοτ τοῖν  προαιρεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προαίρεσις < προαιροῦμαι, προαιρέ(ομαι) + -σις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + αἵρεσις < αἱρέομαι/αἱροῦμαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προαίρεση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προαίρεσις, -εως θηλυκό

  1. εκλογή, επιλογή
    κατά προαίρεσιν μe ελεύθερη, εκούσια και όχι από άγνοια ενσυνείδητη επιλογή (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1110a)
  2. σκοπός, τρόπος ζωής
  3. σύστημα διακυβέρνησης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. προαιρούμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.