ὑφαίρεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑφαίρεσῐς | αἱ | ὑφαιρέσεις |
γενική | τῆς | ὑφαιρέσεως | τῶν | ὑφαιρέσεων |
δοτική | τῇ | ὑφαιρέσει | ταῖς | ὑφαιρέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὑφαίρεσῐν | τὰς | ὑφαιρέσεις |
κλητική ὦ! | ὑφαίρεσῐ | ὑφαιρέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑφαιρέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑφαιρεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ὑφαίρεσις < ὑφαιρέω