Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεξαιρώ < λείπει η ετυμολογία

υπεξαιρώ

  • κλέβω χρήματα που διαχειρίζομαι
ο ταμίας της τράπεζας κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε δύο εκατομμύρια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία