embezzle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | embezzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | embezzles |
αόριστος | embezzled |
παθητική μετοχή | embezzled |
ενεργητική μετοχή | embezzling |
Ρήμα
επεξεργασίαembezzle (en)
ενεστώτας | embezzle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | embezzles |
αόριστος | embezzled |
παθητική μετοχή | embezzled |
ενεργητική μετοχή | embezzling |
embezzle (en)