↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προέκταση οι προεκτάσεις
      γενική της προέκτασης* των προεκτάσεων
    αιτιατική την προέκταση τις προεκτάσεις
     κλητική προέκταση προεκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προέκταση < προεκτείνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prolongement)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προέκταση θηλυκό

  1. η επέκταση
  2. η επιμήκυνση
  3. (μεταφορικά) οι συνέπειες που προκύπτουν σε γειτονικούς ή ευρύτερους χώρους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία