βένθος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βένθος < αρχαία ελληνική βένθος < βάθος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βένθος ουδέτερο
- το σύνολο των έμβιων οργανισμών που ζουν και αναπτύσσονται στο βυθό των θαλασσών ή και λιμνών
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- μικροβένθος
- μακροβένθος
- ζωοβένθος
- φυτοβένθος
- μειοβένθος
- μεσοβένθος
- υποβέθνος
- επιβένθος
- ενδοβένθος
- βενθοπελαγικός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βένθος ουδέτερο
- το σχετικά μεγάλο βάθος, κυρίως της θάλασσας
- το βάθος με μεταφορική έννοια
- επικός τύπος του βάθος