Ετυμολογία

επεξεργασία
κραδίη < κέαρ - κῆρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κραδίη θηλυκό (& καρδίη στον Όμηρο & καρδία)

  Αναφορές

επεξεργασία