Ετυμολογία

επεξεργασία
φυτοβένθος < φυτό και βένθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυτοβένθος ουδέτερο

  • μια από τις δύο υποδιαιρέσεις του βένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι φυτικοί υδρόβιοι οργανισμοί (Η δεύτερη υποδιαίρεση είναι το ζωοβένθος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία