Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοβένθος < ζώο και βένθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωοβένθος ουδέτερο

  • μια από τις δύο υποδιαιρέσεις του βένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι ζωικοί οργανισμοί (Η δεύτερη υποδιαίρεση είναι το φυτοβένθος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία