Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειοβένθος < μείον και βένθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μειοβένθος ουδέτερο

  • μια από τις υποδιαιρέσεις του ζωοβένθους και συγκεκριμένα η ενδιάμεση μεταξύ του μακροβένθους και του μικροβένθους και η οποία σύμφωνα με μια από τις τρέχουσες ταξινομήσεις περιλαμβάνει υδρόβιους ζωικούς οργανισμούς μεγέθους από 1 mm έως 0,1 mm)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία