creux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | creux | creux |
θηλυκό | creuse | creuses |
creux (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcreux (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | creux | creux |
θηλυκό | creuse | creuses |
creux (fr)
creux (fr) αρσενικό