Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθουλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαθουλωμέν
ος
η
βαθουλωμέν
η
το
βαθουλωμέν
ο
γενική
του
βαθουλωμέν
ου
της
βαθουλωμέν
ης
του
βαθουλωμέν
ου
αιτιατική
τον
βαθουλωμέν
ο
τη
βαθουλωμέν
η
το
βαθουλωμέν
ο
κλητική
βαθουλωμέν
ε
βαθουλωμέν
η
βαθουλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαθουλωμέν
οι
οι
βαθουλωμέν
ες
τα
βαθουλωμέν
α
γενική
των
βαθουλωμέν
ων
των
βαθουλωμέν
ων
των
βαθουλωμέν
ων
αιτιατική
τους
βαθουλωμέν
ους
τις
βαθουλωμέν
ες
τα
βαθουλωμέν
α
κλητική
βαθουλωμέν
οι
βαθουλωμέν
ες
βαθουλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθουλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βαθουλώνω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
va.θu.loˈme.nos
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
va.θu.loˈme.ni
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
va.θu.loˈme.no
/
ουδέτερο
Μετοχή
επεξεργασία
βαθουλωμένος
, -η, -ο
που έχει
βαθουλωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
βαθουλωτός
κοίλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθουλωμένος
αγγλικά
:
dented
(en)
γαλλικά
:
creux
(fr)
, en
creux
(fr)
,
enfoncé
(fr)