Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθύ λαρύγγι : → δείτε τις λέξεις βαθύ και λαρύγγι[1]

  Έκφραση επεξεργασία

βαθύ λαρύγγι

  1. γενικός χαρακτηρισμός γυναίκας με αισθησιακή επίδοση κυρίως στο στοματικό έρωτα
  2. (μεταφορικά) καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται (δημοσιογραφικά) ο μάρτυρας σπουδαίων αποκαλύψεων
    • Η έκφραση «βαθύ λαρύγγι» καθιερώθηκε το 1972, όταν άρχισαν οι αποκαλύψεις στις ΗΠΑ για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Τότε κάποιος βαθύς γνώστης του σκανδάλου τα είπε όλα στους δημοσιογράφους της εφημερίδας «Ουάσιγκτον Ποστ» Γούντγουορντ και Μπερνστάιν, προκαλώντας σάλο και οδηγώντας σε πτώση τον τότε πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον. Εκείνο το «βαθύ λαρύγγι» έμεινε άγνωστο για 30 ολόκληρα χρόνια. Αποκαλύφθηκε λίγο πριν πεθάνει ότι ήταν ο υποδιευθυντής του FBI Μαρκ Φελτ. (*)
    • «Βαθύ λαρύγγι» στον αντεισαγγελέα για τη Χρυσή Αυγή. (*)

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία (Deep Throat) του 1972

  Μεταφράσεις επεξεργασία