Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαρύγγι τα λαρύγγια
      γενική του λαρυγγιού των λαρυγγιών
    αιτιατική το λαρύγγι τα λαρύγγια
     κλητική λαρύγγι λαρύγγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαρύγγι < ελληνιστική κοινή λαρύγγιον < αρχαία ελληνική λάρυγξ + κατάληξη υποκοριστικού -ιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈɾiŋ.ɟi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ρύγ‐γι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαρύγγι ουδέτερο

  1. ο λάρυγγας
    του στάθηκε το φαγητό στο λαρύγγι
  2. η εξωτερική επιφάνεια του λαιμού, στο ύψος περίπου των φωνητικών χορδών
    τον έπιασε από το λαρύγγι

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία