Ετυμολογία

επεξεργασία

στραγγαλίζω, αόρ.: στραγγάλισα, παθ.φωνή: στραγγαλίζομαι, π.αόρ.: στραγγαλίστηκα, μτχ.π.π.: στραγγαλισμένος}

  1. σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο, μέχρι να θανατωθεί
  2. (μεταφορικά) δεν αφήνω κάτι να εμφανιστεί ή να αναπτυχθεί, το καταπνίγω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
στραγγαλίζω < αρχαία ελληνική στραγγάλ(η) (σκοινί αγχόνης) + -ίζω