Ετυμολογία

επεξεργασία
στραγγαλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στραγγαλίζω < στραγγάλη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾaŋ.ɡaˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγ‐γα‐λί‐ζω

στραγγαλίζω, αόρ.: στραγγάλισα, παθ.φωνή: στραγγαλίζομαι, π.αόρ.: στραγγαλίστηκα, μτχ.π.π.: στραγγαλισμένος}

  1. σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο, μέχρι να θανατωθεί
  2. (μεταφορικά) δεν αφήνω κάτι να εμφανιστεί ή να αναπτυχθεί, το καταπνίγω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραγγαλίζω < αρχαία ελληνική στραγγάλ(η) (σκοινί αγχόνης) + -ίζω

στραγγαλίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στραγγάλη και στράγξ