στραγγαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραγγαλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στραγγαλίζω < στραγγάλη
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étrangler [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaŋ.ɡaˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στραγ‐γα‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαστραγγαλίζω, αόρ.: στραγγάλισα, παθ.φωνή: στραγγαλίζομαι, π.αόρ.: στραγγαλίστηκα, μτχ.π.π.: στραγγαλισμένος}
- σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο, μέχρι να θανατωθεί
- (μεταφορικά) δεν αφήνω κάτι να εμφανιστεί ή να αναπτυχθεί, το καταπνίγω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραγγαλίζω | στραγγάλιζα | θα στραγγαλίζω | να στραγγαλίζω | στραγγαλίζοντας | |
β' ενικ. | στραγγαλίζεις | στραγγάλιζες | θα στραγγαλίζεις | να στραγγαλίζεις | στραγγάλιζε | |
γ' ενικ. | στραγγαλίζει | στραγγάλιζε | θα στραγγαλίζει | να στραγγαλίζει | ||
α' πληθ. | στραγγαλίζουμε | στραγγαλίζαμε | θα στραγγαλίζουμε | να στραγγαλίζουμε | ||
β' πληθ. | στραγγαλίζετε | στραγγαλίζατε | θα στραγγαλίζετε | να στραγγαλίζετε | στραγγαλίζετε | |
γ' πληθ. | στραγγαλίζουν(ε) | στραγγάλιζαν στραγγαλίζαν(ε) |
θα στραγγαλίζουν(ε) | να στραγγαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραγγάλισα | θα στραγγαλίσω | να στραγγαλίσω | στραγγαλίσει | ||
β' ενικ. | στραγγάλισες | θα στραγγαλίσεις | να στραγγαλίσεις | στραγγάλισε | ||
γ' ενικ. | στραγγάλισε | θα στραγγαλίσει | να στραγγαλίσει | |||
α' πληθ. | στραγγαλίσαμε | θα στραγγαλίσουμε | να στραγγαλίσουμε | |||
β' πληθ. | στραγγαλίσατε | θα στραγγαλίσετε | να στραγγαλίσετε | στραγγαλίστε | ||
γ' πληθ. | στραγγάλισαν στραγγαλίσαν(ε) |
θα στραγγαλίσουν(ε) | να στραγγαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στραγγαλίσει | είχα στραγγαλίσει | θα έχω στραγγαλίσει | να έχω στραγγαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στραγγαλίσει | είχες στραγγαλίσει | θα έχεις στραγγαλίσει | να έχεις στραγγαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στραγγαλίσει | είχε στραγγαλίσει | θα έχει στραγγαλίσει | να έχει στραγγαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στραγγαλίσει | είχαμε στραγγαλίσει | θα έχουμε στραγγαλίσει | να έχουμε στραγγαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στραγγαλίσει | είχατε στραγγαλίσει | θα έχετε στραγγαλίσει | να έχετε στραγγαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στραγγαλίσει | είχαν στραγγαλίσει | θα έχουν στραγγαλίσει | να έχουν στραγγαλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραγγαλίζομαι | στραγγαλιζόμουν(α) | θα στραγγαλίζομαι | να στραγγαλίζομαι | ||
β' ενικ. | στραγγαλίζεσαι | στραγγαλιζόσουν(α) | θα στραγγαλίζεσαι | να στραγγαλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | στραγγαλίζεται | στραγγαλιζόταν(ε) | θα στραγγαλίζεται | να στραγγαλίζεται | ||
α' πληθ. | στραγγαλιζόμαστε | στραγγαλιζόμαστε στραγγαλιζόμασταν |
θα στραγγαλιζόμαστε | να στραγγαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | στραγγαλίζεστε | στραγγαλιζόσαστε στραγγαλιζόσασταν |
θα στραγγαλίζεστε | να στραγγαλίζεστε | (στραγγαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | στραγγαλίζονται | στραγγαλίζονταν στραγγαλιζόντουσαν |
θα στραγγαλίζονται | να στραγγαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραγγαλίστηκα | θα στραγγαλιστώ | να στραγγαλιστώ | στραγγαλιστεί | ||
β' ενικ. | στραγγαλίστηκες | θα στραγγαλιστείς | να στραγγαλιστείς | στραγγαλίσου | ||
γ' ενικ. | στραγγαλίστηκε | θα στραγγαλιστεί | να στραγγαλιστεί | |||
α' πληθ. | στραγγαλιστήκαμε | θα στραγγαλιστούμε | να στραγγαλιστούμε | |||
β' πληθ. | στραγγαλιστήκατε | θα στραγγαλιστείτε | να στραγγαλιστείτε | στραγγαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | στραγγαλίστηκαν στραγγαλιστήκαν(ε) |
θα στραγγαλιστούν(ε) | να στραγγαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στραγγαλιστεί | είχα στραγγαλιστεί | θα έχω στραγγαλιστεί | να έχω στραγγαλιστεί | στραγγαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις στραγγαλιστεί | είχες στραγγαλιστεί | θα έχεις στραγγαλιστεί | να έχεις στραγγαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει στραγγαλιστεί | είχε στραγγαλιστεί | θα έχει στραγγαλιστεί | να έχει στραγγαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στραγγαλιστεί | είχαμε στραγγαλιστεί | θα έχουμε στραγγαλιστεί | να έχουμε στραγγαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε στραγγαλιστεί | είχατε στραγγαλιστεί | θα έχετε στραγγαλιστεί | να έχετε στραγγαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στραγγαλιστεί | είχαν στραγγαλιστεί | θα έχουν στραγγαλιστεί | να έχουν στραγγαλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στραγγαλισμένος - είμαστε, είστε, είναι στραγγαλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στραγγαλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στραγγαλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στραγγαλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στραγγαλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στραγγαλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στραγγαλισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφίγγω το λαιμό κάποιου με τα χέρια μου ή κάποιο αντικείμενο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στραγγαλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραγγαλίζω < αρχαία ελληνική στραγγάλ(η) (σκοινί αγχόνης) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαστραγγαλίζω
- (ελληνιστική κοινή) στραγγαλίζω
- άλλες μορφές: στραγγαλάω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στραγγάλη και στράγξ
Πηγές
επεξεργασία- στραγγαλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στραγγαλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.