στραγγάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στραγγάλη < ελληνιστική κοινή στραγγάλη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾaŋˈɟali/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στραγ‐γά‐λη
Ουσιαστικό επεξεργασία
στραγγάλη θηλυκό
- (παρωχημένο) όργανο ή συσκευή στραγγαλισμού
- (ναυτικός όρος) όργανο ή συσκευή που σφίγγει τα σχοινιά και τα ακινητοποιεί
- (λόγιο) το σκοινί που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στραγγάλη
|