Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοματικός έρωτας < → δείτε τις λέξεις στοματικός και έρωτας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oral sex

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στοματικός έρωτας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία