↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοματικός η στοματική το στοματικό
      γενική του στοματικού της στοματικής του στοματικού
    αιτιατική τον στοματικό τη στοματική το στοματικό
     κλητική στοματικέ στοματική στοματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοματικοί οι στοματικές τα στοματικά
      γενική των στοματικών των στοματικών των στοματικών
    αιτιατική τους στοματικούς τις στοματικές τα στοματικά
     κλητική στοματικοί στοματικές στοματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στοματικός < ελληνιστική κοινή στοματικός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική στόμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oral[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

στοματικός

  1. που έχει σχέση με το στόμα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (σπάνιο) προφορικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) στοματικό: (χυδαίο) η πεολειχία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 στοματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 στοματικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στοματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.