Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιδοιολειχία οι αιδοιολειχίες
      γενική της αιδοιολειχίας των αιδοιολειχιών
    αιτιατική την αιδοιολειχία τις αιδοιολειχίες
     κλητική αιδοιολειχία αιδοιολειχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιδοιολειχία < αιδοιολείκτης < αιδοι- (< αιδοίο) + αρχαία ελληνική λείχω (: γλείφω) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ði.o.liˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐δοι‐ο‐λει‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιδοιολειχία θηλυκό και αιδοιολειξία

  • η σεξουαλική πρακτική του ερεθισμού του αιδοίου με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής, ο στοματικός έρωτας με σκοπό την ηδονή της γυναίκας

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία