αιδοιολείκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιδοιολείκτης < (ελληνιστική κοινή) αἰδοιλείκτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ði.oˈli.ktis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιδοιολείκτης αρσενικό
- αυτός που ασκεί την αιδοιολειχία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιδοιολείκτης
|