Ετυμολογία 1

επεξεργασία
causa < αβέβαιης ετυμολογίας [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

causa (la) θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική causa causae
γενική causae causārum
δοτική causae causīs
αιτιατική causam causās
κλητική causa causae
αφαιρετική causā causīs
(α' κλίση)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
causa: η αφαιρετική πτώση ενικού, ως καταχρηστική πρόθεση [2]

  Πρόθεση

επεξεργασία

causa (la)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. causa (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. Λατινική Γραμματική Λυκείου (προσαρμογή του: Τζάρτζανος, Αχιλλεύς (1873-1946), Γραμματική της λατινικής γλώσσης, έκδ. 1948) Άκλιτα μέρη του λόγου, §103, 104.