Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
raison
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
raison
raisons
raison
(fr)
θηλυκό
το
αίτιο
, η
αιτία
η
λογική
ο
λόγος
Συγγενικά
επεξεργασία
raisonnable
raisonnablement
raisonnant
-
raisonnante
raisonné
-
raisonnée
raisonnement
raisonner
raisonneur
-
raisonneuse