Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
raison raisons

raison (fr) θηλυκό

  1. το αίτιο, η αιτία
  2. η λογική
  3. ο λόγος

Συγγενικά

επεξεργασία