Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας generate
γ΄ ενικό ενεστώτα generates
αόριστος generated
παθητική μετοχή generated
ενεργητική μετοχή generating

  Ετυμολογία επεξεργασία

generate < λατινική generatus, μετοχή του generare < genus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

generate (en)

  1. (μεταβατικό) παράγω ως αποτέλεσμα μιας φυσικής ή χημικής διεργασίας
    Friction generates heat.
    Η τριβή παράγει θερμότητα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη produce
  2. (μεταβατικό) προκαλώ
    The hatred generated by racial prejudices…
    Το μίσος που προκαλείται από φυλετικές προκαταλήψεις…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cause
  3. (μαθηματικά) σχηματίζω, δημιουργώ ένα σχήμα από μια καμπύλη ή ένα στερεό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

generate

  1. β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του generare
  2. β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής του generare
  3. πληθυντικός αριθμός, θηλυκού γένους παθητική μετοχή του generare



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

generate (la)