generate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | generate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | generates |
αόριστος | generated |
παθητική μετοχή | generated |
ενεργητική μετοχή | generating |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
generate (en)
- (μεταβατικό) παράγω ως αποτέλεσμα μιας φυσικής ή χημικής διεργασίας
- (μεταβατικό) προκαλώ
- (μαθηματικά) σχηματίζω, δημιουργώ ένα σχήμα από μια καμπύλη ή ένα στερεό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- generate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 740. ISBN 9780194325684., λήμμα: προκαλώ
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
generate
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του generare
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής του generare
- πληθυντικός αριθμός, θηλυκού γένους παθητική μετοχή του generare
Λατινικά (la) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
generate (la)