Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοργισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εξοργισμ
ός
οι
εξοργισμ
οί
γενική
του
εξοργισμ
ού
των
εξοργισμ
ών
αιτιατική
τον
εξοργισμ
ό
τους
εξοργισμ
ούς
κλητική
εξοργισμ
έ
εξοργισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξοργισμός
<
εξοργίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξοργισμός
αρσενικό
(
σπάνιο
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
εξοργίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εξόργιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξοργισμός
→
δείτε
τη λέξη
εξόργιση