Ετυμολογία

επεξεργασία
αγανακτισμένα < αγανακτισμέν(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.na.ktiˈzme.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐κτι‐σμέ‐να

  Επίρρημα

επεξεργασία

αγανακτισμένα (τροπικό επίρρημα)

  • με τρόπο που δείχνει αγανάκτηση ή θυμό
    Μίλησε αγανακτισμένα για την αδικία που υπέστη.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

αγανακτισμένα