Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαναχτισμένα < αγαναχτισμέν(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.na.xtiˈzme.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐χτι‐σμέ‐να

  Επίρρημα

επεξεργασία

αγαναχτισμένα (τροπικό επίρρημα)

  • (προφορικό) άλλη μορφή του αγανακτισμένα
    ※  Μου 'ρχεται, όπως τον ακούω να βρυχιέται, να του φωνάξω αγαναχτισμένα: «Τι βρίζεις, βρε χτήνος; Τι σου φταίει η μηχανή, βρε, και γκαρίζεις έτσι;» Δε λέω όμως τίποτα.
    Θέμος Κορνάρος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Το νησί των σημαδεμένων: Σπιναλόγκα - Η άρρωστη πολιτεία, Αθήνα: Καστανιώτης, 2010, σελ. 21. ISBN 9789600351422

  Μεταφράσεις

επεξεργασία