horrid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | horrid |
συγκριτικός | more horrid |
υπερθετικός | most horrid |
Επίθετο
επεξεργασίαhorrid (en)
- φριχτός, φρικαλέος
- ⮡ Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.
- Ακόμη και οι δημοσιογράφοι στάθηκαν κεραυνοβολημένοι μπροστά στο φριχτό θέαμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη frightening
- ⮡ Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.