Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρομαγμένος η τρομαγμένη το τρομαγμένο
      γενική του τρομαγμένου της τρομαγμένης του τρομαγμένου
    αιτιατική τον τρομαγμένο την τρομαγμένη το τρομαγμένο
     κλητική τρομαγμένε τρομαγμένη τρομαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρομαγμένοι οι τρομαγμένες τα τρομαγμένα
      γενική των τρομαγμένων των τρομαγμένων των τρομαγμένων
    αιτιατική τους τρομαγμένους τις τρομαγμένες τα τρομαγμένα
     κλητική τρομαγμένοι τρομαγμένες τρομαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρομάζω

  Μετοχή επεξεργασία

τρομαγμένος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει τρομάξει, φοβισμένος
    τα μάτια του ήτανε γουρλωμένα και με κοιτούσε τρομαγμένος
  2. αυτός που φανερώνει τρόμο
    το ζώο τραβήχτηκε πίσω με τρομαγμένο βλέμμα
  3. → δείτε τη λέξη τρομάζω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία