τρομαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρομαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρομάζω
Μετοχή
επεξεργασίατρομαγμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει τρομάξει, φοβισμένος
- τα μάτια του ήτανε γουρλωμένα και με κοιτούσε τρομαγμένος
- αυτός που φανερώνει τρόμο
- το ζώο τραβήχτηκε πίσω με τρομαγμένο βλέμμα
- → δείτε τη λέξη τρομάζω