Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομαγμένα < τρομαγμένος

  Επίρρημα

επεξεργασία

τρομαγμένα

  • με τρόπο που να φανερώνει φόβο
έκλαιγε τρομαγμένα, σαν μικρό παιδί