Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομαγμένα < τρομαγμένος

  Επίρρημα επεξεργασία

τρομαγμένα

  • με τρόπο που να φανερώνει φόβο
έκλαιγε τρομαγμένα, σαν μικρό παιδί