scary
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | scary |
συγκριτικός | scarier |
υπερθετικός | scariest |
Επίθετο επεξεργασία
scary (en)
- (ανεπίσημο) τρομακτικός
- ↪ The scary teacher is very strict.
- Η τρομακτική καθηγήτρια είναι πολύ αυστηρή.
- ↪ The scary teacher is very strict.