scary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | scary |
συγκριτικός | scarier |
υπερθετικός | scariest |
Επίθετο
επεξεργασίαscary (en)
- (ανεπίσημο) τρομακτικός
- ⮡ The scary teacher is very strict.
- Η τρομακτική καθηγήτρια είναι πολύ αυστηρή.
- ⮡ It’s scary what the chemist discovered.
- Είναι τρομακτικά αυτά που ανακάλυψε η χημικός.
- ⮡ The scary teacher is very strict.