Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφοβέω < κατά + φοβέω

καταφοβέω-ῶ και καταφοβέομαι-οῦμαι

  1. τρομάζω κάποιον πάρα πολύ, τον τρομοκρατώ, τον κάνει να φοβηθεί πολύ
  2. μεσοπαθητικό: τρομοκρατούμαι, φοβάμαι πολύ