καταφοβέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καταφοβέω-ῶ και καταφοβέομαι-οῦμαι
- τρομάζω κάποιον πάρα πολύ, τον τρομοκρατώ, τον κάνει να φοβηθεί πολύ
- μεσοπαθητικό: τρομοκρατούμαι, φοβάμαι πολύ
καταφοβέω-ῶ και καταφοβέομαι-οῦμαι