Δείτε επίσης: ἔμφοβος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμφοβος η έμφοβη το έμφοβο
      γενική του έμφοβου της έμφοβης του έμφοβου
    αιτιατική τον έμφοβο την έμφοβη το έμφοβο
     κλητική έμφοβε έμφοβη έμφοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμφοβοι οι έμφοβες τα έμφοβα
      γενική των έμφοβων των έμφοβων των έμφοβων
    αιτιατική τους έμφοβους τις έμφοβες τα έμφοβα
     κλητική έμφοβοι έμφοβες έμφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμφοβος < ελληνιστική κοινή ἔμφοβος

  Επίθετο επεξεργασία

έμφοβος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία