φοβητικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φοβητικός < φοβέομαι-οῦμαι
Επίθετο επεξεργασία
φοβητικός, ή, όν
- ο φοβητσιάρης, ο δειλός
- ἄφοβος εἶναι ἐπί τό πολύ, ὁ δέ δειλός φοβητικός (Αριστοτ. Ηθικά Ευδήμεια Βιβλίο 3ο, 1128β)