↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφολογιότητα οι σοφολογιότητες
      γενική της σοφολογιότητας των σοφολογιοτήτων
    αιτιατική τη σοφολογιότητα τις σοφολογιότητες
     κλητική σοφολογιότητα σοφολογιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφολογιότητα < σοφο(ς) + λογιότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σοφολογιότητα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, προσφώνηση) τίτλος λογίου
    ※  Προς διδάσκαλον καί πάντα πεπαιδευμένον ἂνδρα: ... Κύριε (δεῑνα), Την Ὑμετέραν Σοφολογιότητα μὲ σέβας προσκυνῶ, καὶ ἀσπάζομαι (Ἐπιστολάριον περιέχον διαφόρους τύπους ἐπιστολών, πάνυ χρησίμους εἰς ὁποιανδήποτε ἀνθρωπίνην κατάστασιν και περίστασιν του βίου. Μεταρρυθμισθέν και ... ἐπαυξηθέν, Ἐκδοσις πέμπτη, Βενετία, εκ του ελληνικού τυπογραφείου Ο Φοίνιξ, 1875, σελ. 26 [1])
  2. (ειρωνικό) ο σοφολογιοτατισμός, ο σχολαστικισμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)