σχολαστικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχολαστικισμός < σχολαστικός + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχολαστικισμός αρσενικό
- η εμμονή στους τύπους και τις λεπτομέρειες (και όχι στην ουσία), ιδιαίτερα όσον αφορά σε γλωσσικά ζητήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχολαστικισμός
|