πάνυ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πάνυ < αρχαία ελληνική πάνυ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐νυ
- τονικό παρώνυμο: πανί
Επίρρημα
επεξεργασία
πάνυ
- (αρχαιοπρεπές) πολύ, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά
- ※ Εύρον νέαν πάνυ εύμορφον, καθαρίαν, εύστολον, ελλόγιμον Ελληνίδα και θυγατέρα φιλοσόφου. (Φερδινάνδος Γρηγορόβιος (1882) Αθηναΐς [διήγημα])
- ※ Ἐπιστολάριον περιέχον διαφόρους τύπους ἐπιστολών, πάνυ χρησίμους εἰς ὁποιανδήποτε ἀνθρωπίνην κατάστασιν και περίστασιν του βίου. Μεταρρυθμισθέν και ... ἐπαυξηθέν. Ἐκδοσις πέμπτη, Βενετία, εκ του ελληνικού τυπογραφείου Ο Φοίνιξ, 1875, σελ. 26 )
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πάνυ < πᾶς
Επίρρημα
επεξεργασία
πάνυ
- πολύ, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά
- ὁ πάνυ: ο αληθινός (επιτατικά), ο εξέχων, ο φημισμένος