Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόρρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρρω

  Επίρρημα επεξεργασία

πόρρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόρρω < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

πόρρω

  • μεταγενέστερη, αττική μορφή του: πρόσω
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Λύσις, 204b
    Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες, τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή· οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον ἐρᾷς, ἀλλὰ καὶ πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος τοῦ ἔρωτος.
    Ιπποθάλη, γιε του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι· γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ᾽ έχει κυριέψει ο έρωτας.
    Μετάφραση (1981),Νίκος Σκουτερόπουλος @greek‑language.gr
    ※  εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα. (Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο Ι' , 605c)
    ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια. (μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη, 2015 [1])

  Πηγές επεξεργασία