Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόρρω απέχει < → δείτε τις λέξεις πόρρω και απέχω

  Έκφραση επεξεργασία

πόρρω απέχει

  • (λόγιο) βρίσκεται πολύ μακριά, διαφέρει πολύ
    ※  Η καθημερινότητα ενός ναυαγοσώστη πόρρω απέχει από όσα δείχνουν οι τηλεοπτικές σειρές. (εφημερίδα Καθημερινή, 20 Αυγούστου 2011)

  Μεταφράσεις επεξεργασία