λογιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογιότητα < (ελληνιστική κοινή) λογιότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του λόγιου
- (προσφώνηση) ως προσφώνηση
- Παρακαλῶ σε, φίλε μου, καὶ πάλιν καὶ πολλάκις καὶ τὴν λογιότητά σου καὶ τοὺς συγγενεῖς μου... (Αδαμάντιος Κοραής, Ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν Σμύρνης Πρωτοψάλτην, 1796)