↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογιότητα οι λογιότητες
      γενική της λογιότητας των λογιοτήτων
    αιτιατική τη λογιότητα τις λογιότητες
     κλητική λογιότητα λογιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογιότητα < (ελληνιστική κοινή) λογιότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του λόγιου
  2. (προσφώνηση) ως προσφώνηση
    Παρακαλῶ σε, φίλε μου, καὶ πάλιν καὶ πολλάκις καὶ τὴν λογιότητά σου καὶ τοὺς συγγενεῖς μου... (Αδαμάντιος Κοραής, Ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν Σμύρνης Πρωτοψάλτην, 1796)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία