Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανοούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διανοοῦμαι (έχω στο μυαλό μου)[1]

  Ρήμα επεξεργασία

διανοούμαι

  1. (σπάνιο) σκέφτομαι βαθιά, στοχάζομαι
  2. (συνήθως σε αρνητική πρόταση) σκέφτομαι (να κάνω κάτι κ.λπ.)
    μη διανοηθείς να πας χωρίς να μου το πεις πρώτα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία