διανοούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανοούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διανοοῦμαι (έχω στο μυαλό μου)[1]
Ρήμα
επεξεργασίαδιανοούμαι
- (σπάνιο) σκέφτομαι βαθιά, στοχάζομαι
- (συνήθως σε αρνητική πρόταση) σκέφτομαι (να κάνω κάτι κ.λπ.)
- ⮡ μη διανοηθείς να πας χωρίς να μου το πεις πρώτα!
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανοούμαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διανοούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας