Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδιάσκεψη οι συνδιασκέψεις
      γενική της συνδιάσκεψης* των συνδιασκέψεων
    αιτιατική τη συνδιάσκεψη τις συνδιασκέψεις
     κλητική συνδιάσκεψη συνδιασκέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιασκέψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδιάσκεψη < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συνδιάσκε(ψις) + -ψη < ελληνιστική κοινή συνδιασκέπτομαι < συν- + διασκέπτομαι → και δείτε τη λέξη σκέπτομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈði̯a.sce.psi/
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐δι‐ά‐σκε‐ψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδιάσκεψη θηλυκό

  • η διάσκεψη διαφόρων πολιτικών ή διπλωματών για τη συζήτηση διακρατικών ή διεθνών ζητημάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία