συνδιάσκεψις
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνδιάσκεψις < συνδιασκέπ(τομαι) (< ελληνιστική κοινή) + -σις > -ψις < συν- + αρχαία ελληνική διασκέπτομαι < δια- + σκέπτομαι
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συνδιάσκεψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιάσκεψις θηλυκό
- συνεξέταση, σύσκεψη, συμβούλιο συζήτηση από κοινού
- ※ 13ος αιώνας Γεώργιος Παχυμέρης, 5.6 (5.264α) ⌘CSH Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, τόμοι 36‑37, σελ.379
- → δείτε και τη λέξη συνεδρίασις
Πηγές
επεξεργασία- συνδιάσκεψις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- συνδιάσκεψη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.