Ετυμολογία

επεξεργασία

σύναξις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σύναξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύναξις θηλυκό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. συναξάρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύναξῐς αἱ συνάξεις
      γενική τῆς συνάξεως τῶν συνάξεων
      δοτική τῇ συνάξει ταῖς συνάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύναξῐν τὰς συνάξεις
     κλητική ! σύναξῐ συνάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνάξει
γεν-δοτ τοῖν  συναξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σύναξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συνάγω, συναγ- -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύναξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συνάγω, σύν και ἄγω