Ετυμολογία

επεξεργασία

συναξάριον < σύναξ(ις) -όπως η σύναξη ομάδας μοναχών- + -άριον [1]  δείτε και το αρχαίο συνάγω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναξάριον ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία