συναξάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συναξάρι | τα | συναξάρια |
γενική | του | συναξαριού | των | συναξαριών |
αιτιατική | το | συναξάρι | τα | συναξάρια |
κλητική | συναξάρι | συναξάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναξάρι < συναξάριον (διαβαζόταν στις συνάξεις μοναχών)
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναξάρι ουδέτερο
- εκκλησιαστικό βιβλίο για τους βίους αγίων και οσίων
- (παρωχημένο) ανιαρή αφήγηση