Ουσιαστικό

επεξεργασία

synaxarium (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
synaxarium < μεσαιωνική ελληνική συναξάριον < ελληνιστική κοινή σύναξις < αρχαία ελληνική συνάγω < σύν + ἄγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

synaxarium (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική synaxarium synaxaria
γενική synaxariī & synaxari synaxariōrum
δοτική synaxariō synaxariīs
αιτιατική synaxarium synaxaria
κλητική synaxarium synaxaria
αφαιρετική synaxariō synaxariīs
(β' κλίση)